μοτοποδήλατο

μοτοποδήλατο
το
τεχνολ. μικρό δίτροχο μεταφορικό μέσο, εφοδιασμένο με μικρό βενζινοκινητήρα, κυβισμού 50 έως 75 κυβικών εκατοστομέτρων, αλλ. μοτοσακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motorbicycle].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοτοποδήλατο — το μηχανοκίνητο δίκυκλο όχημα μικρού κυβισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • μηχανάκι — το [μηχανή] δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα, κυρίως το μοτοποδήλατο …   Dictionary of Greek

  • μοτοσακό — το άκλ. το μοτοποδήλατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motosacco < γαλλ. moto (< moteur «κινητήρας»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”